- ἐξιδρύω
- ἐξιδρύω, [tense] fut. -ύσω [ῡ],A make to sit down, S.OC11:—[voice] Med., βίοτον ἐξιδρυσάμην I have settled, E.Fr.884.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξιδρύω — ἐξιδρύω (Α) βάζω κάποιον να καθίσει («στῆσόν με κἀξίδρυσον» σταμάτησε με και βάλε με να κάτσω, Σοφ.) … Dictionary of Greek
ἐξιδρυσάμην — ἐξῑδρῡσάμην , ἐξιδρύω make to sit down aor ind mid 1st sg ἐξιδρῡσάμην , ἐξιδρύω make to sit down aor ind mid 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδρυσόμεθα — ἐξιδρῡσόμεθα , ἐξιδρύω make to sit down aor subj mid 1st pl (epic) ἐξιδρῡσόμεθα , ἐξιδρύω make to sit down fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek
κἀξίδρυσον — ἐξίδρῡσον , ἐξιδρύω make to sit down aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)